Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η στολή

  • 1 üniforma

    στολή

    Türkçe-Yunanca Sözlük > üniforma

  • 2 uniforme

    στολή

    Dictionnaire Français-Grec > uniforme

  • 3 unitaire

    στολή

    Dictionnaire Français-Grec > unitaire

  • 4 rovnoměrný

    στολή

    Česká-řecký slovník > rovnoměrný

  • 5 stejnokroj

    στολή

    Česká-řecký slovník > stejnokroj

  • 6 stejnoměrný

    στολή

    Česká-řecký slovník > stejnoměrný

  • 7 uniforma

    στολή

    Česká-řecký slovník > uniforma

  • 8 uniformní

    στολή

    Česká-řecký slovník > uniformní

  • 9 jednolity

    στολή

    Słownik polsko-grecki > jednolity

  • 10 mundur

    στολή

    Słownik polsko-grecki > mundur

  • 11 mundurek

    στολή

    Słownik polsko-grecki > mundurek

  • 12 скафандр

    το σκάφανδρο
    водолазный - του δύτη, η στολή του δύτη
    - космический автономный (для выхода в открытый космос) η αυτόνομη διαστημική στολή (για δραστηριότητες έξω από το σκάφος)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скафандр

  • 13 форма

    форма ж 1) (вид) η μορφή, το σχήμα 2) (одежда) η στολή; спортивная \форма η αθλητική στολή ◇ быть в \формае είμαι σε (или στη) φόρμα
    * * *
    ж
    1) ( вид) η μορφή, το σχήμα
    2) ( одежда) η στολή

    спорти́вная фо́рма — η αθλητική στολή

    ••

    быть в фо́рме — είμαι σε ( или στη) φόρμα

    Русско-греческий словарь > форма

  • 14 костюм

    костюм
    м τό κοστούμι, ἡ φορεσιά, ἡ στολή/ τό ταγιέρ (дамский):
    национальный \костюм ἡ ἐθνική στολή· штатский \костюм τά πολιτικά (ροῦχα)· купальный \костюм τό μαγιό· лыжный \костюм κοστούμι γιά σκί· парадный \костюм ἡ ἐπίσημη στολή.

    Русско-новогреческий словарь > костюм

  • 15 одежда

    одежда
    ж τά ροῦχα, ὁ ρουχισμός, ἡ ἐνδυμασία:
    форменная \одежда ἡ στολή· парадная \одежда ἡ μεγάλη στολή, ἡ στολή τελετής· верхняя \одежда τό ἐπανωφόρι[ον], τό παλτό.

    Русско-новогреческий словарь > одежда

  • 16 форма

    форм||а
    ж
    1. (внешний вид) τό σχήμα, ἡ μορφή:
    в \формае шара σέ σφαιρικό σχήμα· придавать \формау δίνω σχήμα, δίνω μορφή· принимать \формау παίρνω τό σχήμα, παίρνω τή μορφή· в письменной \формае γραπτά [-ως]·
    2. (вид, структура) ἡ μορφή:
    \форма правления ἡ μορφή διακυβέρνησης· \формаы работы οἱ μορφές ἐργασίας·
    3. тех. ὁ τύπος, ἡ φόρμα/ τό καλούπι (для отливки):
    \форма для шляп τό καλούπι (или ἡ φόρμα) καπέλλων
    4. лит., иск. ἡ μορφή, ἡ φόρμα:
    художественная \форма ἡ καλλιτεχνική μορφή · единство \формаы и содержания ἡ ἐνότητα μορφής καί περιεχομένου·
    5. (одежда) ἡ στολή:
    школьная \форма ἡ σχολική στολή· пара́дная \форма ἡ ἐπίσημη (или ἡ μεγάλη) στολή·
    6. канц. ὁ τύπος, τό σχήμα:
    по \формае σύμφωνα μέ τόν τύπο·
    7. грам. ὁ τύπος, ἡ μορφή:
    глагольные \формаы οἱ φωνές τῶν ρημάτων ◊ быть не в \формае δέν εἶμαι σέ φόρμα.

    Русско-новогреческий словарь > форма

  • 17 убранство

    ουδ.
    στόλισμα• εξωραϊσμός, διακόσμηση•

    убранство зала το στόλισμα της αίθουσας.

    || στολή, ενδυμασία•

    официальное убранство επίσημη στολή•

    неофициальное убранство ανεπίσημη στολή.

    Большой русско-греческий словарь > убранство

  • 18 форма

    θ.
    1. μορφή, σχήμα•

    земля имеет -у шара η γη έχει σχήμα σφαιρικό•

    форма куба σχήμα κύβου•

    придать -у προσδίδω μορφή.

    || πλθ. -ы η ανθρώπινη φιγούρα, η σιλουέτα, σουλούπι.
    2. είδος, τύπος•

    форма правления μορφή διοίκησης•

    -ы стоимости μορφές αξίας•

    -ы энергии μορφές ενέργειας•

    острая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.

    3. (φιλοσ.) εξωτερική όψη ή σχήμα•

    форма и содержание η μορφή και το περιεχόμενο.

    4. εμφάνιση•

    по -е правильно, по существу издевательство φαινομενικά είναι σωστό, αλλά στην ουσία είναι κοροίδία.

    || βλ. жанр.
    5. τύπος, καλούπι,φόρμα, μήτρα.
    6. στολή•

    парадная форма στολή παρέλασης•

    военная форма στρατιωτική στολή.

    7. πρότυπο, υπόδειγμα, τύπος•

    форма заявления υπόδειγμα αίτησης•

    форма протокола υπόδειγμα πρακτικών.

    8. (γλωσ.) μορφή•

    неопределнная глагола το απαρέμφατο (ρήματος)•

    личные -ы глагола οι ρηματικές μορφές του ρήματος ή τα πρόσωπα του ρήματος•

    падежные -ы имн οι πτωτικές μορφές των ουσιαστικών ή οι πτώσεις των ουσιαστικών.

    9. (μαθ.) κάθε παράσταση συμβόλων αυτή καθ εαυτή.
    εκφρ.
    - ы мышления – (φιλοσ.) μορφές σκέψης•
    - ы общественного сознания – μορφές κοινωνικής συνείδησης (πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές κλπ.) малые -ы (θεατρ.) μικρά δραματικά είδη•
    в -е – ευνοίκό περιβάλλο (για ανάπτυξη ικανοτήτων, δύναμης)•
    по (ή во) всей -е – α) όπως πρέπει, β) παλ. πλήρως, τελείως.

    Большой русско-греческий словарь > форма

  • 19 космонавт

    космонавт м о αστροναύτης, о κοσμοναύτης· костюм (скафандр) \космонавта η στολή ( το σκάφανδρο) του κοσμοναύτη
    * * *
    м
    ο αστροναύτης, ο κοσμοναύτης

    костю́м (скафа́ндр) космона́вта — η στολή (το σκάφανδρο) του κοσμοναύτη

    Русско-греческий словарь > космонавт

  • 20 костюм

    костюм м το κοστούμι· το ταγιέρ (дамский)' национальный \костюм η εθνική στολή· купальный \костюм το μαγιό
    * * *
    м
    το κοστούμι; το ταγιέρ ( дамский)

    национа́льный костю́м — η εθνική στολή

    купа́льный костю́м — το μαγιό

    Русско-греческий словарь > костюм

См. также в других словарях:

  • στολή — equipment fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή …   Dictionary of Greek

  • στολή — η 1. ενδυμασία: Οι στρατιώτες είναι υποχρεωμένοι να φορούν τη στολή τους και έξω από το στρατόπεδο. 2. στολίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στολῇ — στολάζομαι array oneself in fut ind mp 2nd sg (doric) στολή equipment fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολῆι — στολῇ , στολάζομαι array oneself in fut ind mp 2nd sg (doric) στολῇ , στολή equipment fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολαῖς — στολή equipment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολαῖσι — στολή equipment fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολαί — στολή equipment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολᾶς — στολή equipment fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολῆς — στολή equipment fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολήν — στολή equipment fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»