-
1 üniforma
στολή -
2 uniforme
στολή -
3 unitaire
στολή -
4 rovnoměrný
στολή -
5 stejnokroj
στολή -
6 stejnoměrný
στολή -
7 uniforma
στολή -
8 uniformní
στολή -
9 jednolity
στολή -
10 mundur
στολή -
11 mundurek
στολή -
12 скафандр
το σκάφανδροводолазный - του δύτη, η στολή του δύτη- космический автономный (для выхода в открытый космос) η αυτόνομη διαστημική στολή (για δραστηριότητες έξω από το σκάφος)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скафандр
-
13 форма
форма ж 1) (вид) η μορφή, το σχήμα 2) (одежда) η στολή; спортивная \форма η αθλητική στολή ◇ быть в \формае είμαι σε (или στη) φόρμα* * *ж1) ( вид) η μορφή, το σχήμα2) ( одежда) η στολήспорти́вная фо́рма — η αθλητική στολή
••быть в фо́рме — είμαι σε ( или στη) φόρμα
-
14 костюм
костюмм τό κοστούμι, ἡ φορεσιά, ἡ στολή/ τό ταγιέρ (дамский):национальный \костюм ἡ ἐθνική στολή· штатский \костюм τά πολιτικά (ροῦχα)· купальный \костюм τό μαγιό· лыжный \костюм κοστούμι γιά σκί· парадный \костюм ἡ ἐπίσημη στολή. -
15 одежда
одеждаж τά ροῦχα, ὁ ρουχισμός, ἡ ἐνδυμασία:форменная \одежда ἡ στολή· парадная \одежда ἡ μεγάλη στολή, ἡ στολή τελετής· верхняя \одежда τό ἐπανωφόρι[ον], τό παλτό. -
16 форма
форм||аж1. (внешний вид) τό σχήμα, ἡ μορφή:в \формае шара σέ σφαιρικό σχήμα· придавать \формау δίνω σχήμα, δίνω μορφή· принимать \формау παίρνω τό σχήμα, παίρνω τή μορφή· в письменной \формае γραπτά [-ως]·2. (вид, структура) ἡ μορφή:\форма правления ἡ μορφή διακυβέρνησης· \формаы работы οἱ μορφές ἐργασίας·3. тех. ὁ τύπος, ἡ φόρμα/ τό καλούπι (для отливки):\форма для шляп τό καλούπι (или ἡ φόρμα) καπέλλων4. лит., иск. ἡ μορφή, ἡ φόρμα:художественная \форма ἡ καλλιτεχνική μορφή · единство \формаы и содержания ἡ ἐνότητα μορφής καί περιεχομένου·5. (одежда) ἡ στολή:школьная \форма ἡ σχολική στολή· пара́дная \форма ἡ ἐπίσημη (или ἡ μεγάλη) στολή·6. канц. ὁ τύπος, τό σχήμα:по \формае σύμφωνα μέ τόν τύπο·7. грам. ὁ τύπος, ἡ μορφή:глагольные \формаы οἱ φωνές τῶν ρημάτων ◊ быть не в \формае δέν εἶμαι σέ φόρμα. -
17 убранство
-а ουδ.στόλισμα• εξωραϊσμός, διακόσμηση•убранство зала το στόλισμα της αίθουσας.
|| στολή, ενδυμασία•официальное убранство επίσημη στολή•
неофициальное убранство ανεπίσημη στολή.
-
18 форма
-ы θ.1. μορφή, σχήμα•земля имеет -у шара η γη έχει σχήμα σφαιρικό•
форма куба σχήμα κύβου•
придать -у προσδίδω μορφή.
|| πλθ. -ы η ανθρώπινη φιγούρα, η σιλουέτα, σουλούπι.2. είδος, τύπος•форма правления μορφή διοίκησης•
-ы стоимости μορφές αξίας•
-ы энергии μορφές ενέργειας•
острая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.
3. (φιλοσ.) εξωτερική όψη ή σχήμα•форма и содержание η μορφή και το περιεχόμενο.
4. εμφάνιση•по -е правильно, по существу издевательство φαινομενικά είναι σωστό, αλλά στην ουσία είναι κοροίδία.
|| βλ. жанр.5. τύπος, καλούπι,φόρμα, μήτρα.6. στολή•парадная форма στολή παρέλασης•
военная форма στρατιωτική στολή.
7. πρότυπο, υπόδειγμα, τύπος•форма заявления υπόδειγμα αίτησης•
форма протокола υπόδειγμα πρακτικών.
8. (γλωσ.) μορφή•неопределнная глагола το απαρέμφατο (ρήματος)•
личные -ы глагола οι ρηματικές μορφές του ρήματος ή τα πρόσωπα του ρήματος•
падежные -ы имн οι πτωτικές μορφές των ουσιαστικών ή οι πτώσεις των ουσιαστικών.
9. (μαθ.) κάθε παράσταση συμβόλων αυτή καθ εαυτή.εκφρ.- ы мышления – (φιλοσ.) μορφές σκέψης•- ы общественного сознания – μορφές κοινωνικής συνείδησης (πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές κλπ.) малые -ы (θεατρ.) μικρά δραματικά είδη•в -е – ευνοίκό περιβάλλο (για ανάπτυξη ικανοτήτων, δύναμης)•по (ή во) всей -е – α) όπως πρέπει, β) παλ. πλήρως, τελείως. -
19 космонавт
космонавт м о αστροναύτης, о κοσμοναύτης· костюм (скафандр) \космонавта η στολή ( το σκάφανδρο) του κοσμοναύτη* * *мο αστροναύτης, ο κοσμοναύτηςкостю́м (скафа́ндр) космона́вта — η στολή (το σκάφανδρο) του κοσμοναύτη
-
20 костюм
костюм м το κοστούμι· το ταγιέρ (дамский)' национальный \костюм η εθνική στολή· купальный \костюм το μαγιό* * *мτο κοστούμι; το ταγιέρ ( дамский)национа́льный костю́м — η εθνική στολή
купа́льный костю́м — το μαγιό
См. также в других словарях:
στολή — equipment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή … Dictionary of Greek
στολή — η 1. ενδυμασία: Οι στρατιώτες είναι υποχρεωμένοι να φορούν τη στολή τους και έξω από το στρατόπεδο. 2. στολίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στολῇ — στολάζομαι array oneself in fut ind mp 2nd sg (doric) στολή equipment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολῆι — στολῇ , στολάζομαι array oneself in fut ind mp 2nd sg (doric) στολῇ , στολή equipment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολαῖς — στολή equipment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολαῖσι — στολή equipment fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολαί — στολή equipment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολᾶς — στολή equipment fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολῆς — στολή equipment fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολήν — στολή equipment fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)